- πάλμα
- (Palma). Επώνυμο 2 Ιταλών ζωγράφων.
1. Γιάκοπο, ο Πρεσβύτερος (Σερίνα, [Μπέργκαμο] περ. 1480 – Βενετία 1528). Εργάστηκε στη Βενετία στα πρώτα χρόνια του 16ου αι. και επηρεάστηκε από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της εποχής (Τζοβάνι Μπελίνι, Τζορτζόνε και Τισιανό), χωρίς ωστόσο να υποταχθεί απόλυτα σε καμιά τεχνοτροπία.
Εντελώς ξένες προς τις ανησυχίες του Τζορτζόνε και τον αισθησιασμό του Τισιανού, οι Ιερές Συνομιλίες του Π. αναπτύσσονται μέσα σε ωραία ήρεμα τοπία, ενώ οι μορφές με τις γλυκιές και συγκεκριμένες εκφράσεις συμμετέχουν στην ειδυλλιακή ατμόσφαιρα. Στην περίοδο 1510-20 ανήκουν μερικές από τις σημαντικότερες Ιερές Συνομιλίες του καλλιτέχνη, όπως της Συλλογής Τίσεν στο Λουγκάνο, της Πινακοθήκης Ουφίτσι στη Φλωρεντία, του Ιστορικού Μουσείου Τέχνης στη Βιέννη καθώς και το μεγάλο πολύπτυχο της Αγίας Βαρβάρας στην εκκλησία της Σάντα Μαρία Φορμόζα στη Βενετία. Η έντονη αίσθηση της πλαστικότητας, χαρακτηριστική της ζωγραφικής του Π., εκδηλώνεται με όλη τη δύναμή της στις προσωπογραφίες, ιδιαίτερα στην Προσωπογραφία του Αριόστο της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου, ενώ οι πολυάριθμες προσωπογραφίες γυναικών μαρτυρούν, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, εντυπωσιακότερες και πιο επιτηδευμένες αναζητήσεις. Ενδιαφέροντα και δροσερά είναι πολλά έργα του καλλιτέχνη με κοσμικά θέματα.
Μετά το 1520 το καλλιτεχνικό άστρο του Π. φαίνεται ότι αρχίζει να δύει. Τα έργα αυτής της περιόδου φανερώνουν, παρά τις κάπως συγκεχυμένες προσεγγίσεις στις πρώτες ζωγραφικές αναζητήσεις του μανιερισμού, κόπωση και βεβιασμένη σύνθεση που το ψυχρό χρώμα δεν κατορθώνει πια να αναζωογονήσει (Αφροδίτη της Δρέσδης και ακόμα περισσότερο η Προσκύνηση των Μάγων της Πινακοθήκης Μπρέρα στο Μιλάνο). Στις τελευταίες προσωπογραφίες του Φραντσέσκο και της Λάουρα Κουερίνι (Βενετία, Πινακοθήκη Κουερίνι - Σταμπάλια) που με τον θάνατό του παρέμειναν ατελείωτες, ο Πάλμα ο Πρεσβύτερος φαίνεται να ανακτά τη δύναμη και τη διαύγεια του πνεύματός του σε ορισμένες καινοτομίες του ύφους, που θα αποτελούσαν ίσως, αν ζούσε, τα προμηνύματα μιας νέας φάσης της τέχνης του.
2. Γιάκοπο, ο Νεότερος (Βενετία 1544 – 1628). Μεγάλωσε μέσα σε οικογένεια ζωγράφων. Σε ηλικία 20 ετών πήγε από τη Βενετία στην αυλή του Γκουιντομπάλντο του Ουρμπίνο και ύστερα στη Ρώμη. Εκεί παρέμεινε 3 χρόνια και μελέτησε τα έργα του Μιχαήλ Aγγέλου και του Ραφαήλ. Επιστρέφοντας στη Βενετία συνεργάστηκε με τον Τισιανό (τελείωσε την Πιετά, Βενετία, Πινακοθήκη της Ακαδημίας) και τον Τιντορέτο (μαζί του ζωγράφισε τα προσχέδια για τις Ιστορίες της Σωσάννης). Κοντά σε αυτούς τους καλλιτέχνες (σημαντική ήταν και η φιλία του με τον Αλεσάντρο Βιτόρια), ο Π. αφομοίωσε όλα τα πολιτιστικά στοιχεία του ύστερου μανιερισμού, με τα οποία κατόρθωσε να επιβληθεί στο ζωγραφικό στερέωμα της εποχής του. Ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα χωρίς να έχει εντελώς απαλλαγεί από ορισμένες ανισότητες ύφους, που λείπουν ωστόσο από έργα αυθεντικής αξίας και δημιουργικής πνοής, όπως το σύνολο των πινάκων που ζωγράφισε από το 1583 μέχρι το 1587 για την εκκλησία των Κροτσίφερι στη Βενετία (Ο δόγης Ρανιέρι Τζένο με τη γυναίκα του και τους άρχοντες, Ο γερουσιαστής Πασκουάλε Τσικόνια παρακολουθεί τη λειτουργία) και οι μεταγενέστεροι πίνακες για τη σχολή της Σάντα Μαρία ντέλα Τζουστίτσια και του Σαν Τζιρόλαμο (σήμερα Ατενέο Βένετο). Σε αυτή περίπου την εποχή χρονολογείται η Αποτομή της κεφαλής του Προδρόμου (ιεροφυλάκιο της εκκλησίας των ιησουιτών), ένα από τα κυριότερα έργα του. Υψηλής ποιότητας, αν και τολμηρά στη σύνθεση τους, θεωρούνται τα έργα που επανειλημμένα δημιούργησε για τις αίθουσες του Μεγάλου Συμβουλίου και της ψηφοφορίας στο ανάκτορο των δόγηδων στη Βενετία.
«Αφροδίτη και Έρωτας», ένα από τα σημαντικότερα έργα του Ιταλού ζωγράφου Γιάκοπο Πάλμα του Πρεσβύτερου, που βρίσκεται στο Μουσείο Φιτζουίλιαμ του Καίμπριτζ.
«Η αποτομή της Κεφαλής του Προδρόμου» του Ιταλού ζωγράφου Γιάκοπο Πάλμα, του Νεώτερου, που βρίσκεται στο ναό των Ιησονιτών της Βενετίας.
* * *(I)η1. ναυτικό εργαλείο στη ναυπηγική ξυλουργική για τη μέτρηση τού πάχους τών καταρτιών2. μετρική μονάδα μήκους η οποία ισούται με τέσσερεις δακτύλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. palma «παλάμη» (πρβλ. παλάμη)].————————(II)το (Α πάλμα)ο παλμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλλω. Πρόκειται μάλλον για αμάρτυρο τ., ο οποίος πλάστηκε από αρχαίο γραμματικό προκειμένου να δικαιολογηθεί η παραγωγή τού παλματίας*].
Dictionary of Greek. 2013.